σκουμπρί

σκουμπρί
(scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται τσίρος, έχει μήκος από 25 ως 45 εκ., ανάλογα με την ποικιλία. Τρέφεται με μικρά ψάρια, καρκινοειδή και μαλάκια. Ενώ κατά τους χειμερινούς μήνες τα σ. παραμένουν σε βάθος 170 περίπου μ., με την άνοιξη ανεβαίνουν κατά μεγάλα κοπάδια στην επιφάνεια, όπου κάθε θηλυκή γεννά τις νύχτες 200-400 χιλιάδες αβγά, τα οποία, όταν κατέβουν ύστερα από μικρό διάστημα στο βυθό, ανοίγουν σε λίγες ημέρες. Στη Μεσόγειο εμφανίζεται επίσης και το σ. ο κολίας (scomber japonicus colias), ο γνωστός κολιός και διακρίνεται για τα μεγάλα μάτια του· εκτός απ’ το χαρακτηριστικό αυτό, ο κολιός διακρίνεται από το προηγούμενο είδος για τις ελαιόχρωμες βούλες και για τα μεγάλα λέπια του θώρακα. Στις ελληνικές θάλασσες αλιεύονται κατά την άνοιξη και το σκουμπρί και ο κολιός, που διαθέτονται στο εμπόριο είτε νωπά είτε συντηρημένα σε άλμη. Σύμφωνα με τους περισσότερους ιχθυολόγους, στην ίδια οικογένεια των Σκομβριδών ανήκει η σάρδη (sarda sarda), μήκους 30-80 εκ. και βάρους από 2 ως 6 κιλά. Στο μπροστινό τμήμα της, ως τα στηθαία πτερύγια, τα αρκετά αναπτυγμένα λέπια σχηματίζουν ένα είδος μικρού θώρακα. Ένα άλλο συγγενές είδος είναι η μονόχρωμη σάρδη (sarda unicolor). Και τα δυο αυτά ψάρια, που έχουν τις ίδιες περίπου συνήθειες με το σ., είναι διαδομένα στον Ατλαντικό, στη Βόρεια θάλασσα και στη Μεσόγειο· το κρέας τους, αν και όχι τόσο περιζήτητο όπως του σ., βρίσκεται στο εμπόριο κυρίως υπό μορφή κονσερβών. Το σκουμπρί (scomber scombrus), που έχει λευκό και νόστιμο κρέας και είναι διαδομένο και στη Μεσόγειο, καταναλώνεται φρέσκο ή σε κονσέρβα.
* * *
το / σκουμπρίν, ΝΜ, και σκομπρίον Μ
κοινή σήμερα ονομασία τού συγγενικού με τον κολιό αφρόψαρου Scomber scomber που ανήκει στην οικογένεια σκομβρίδες τής τάξης περκόμορφοι, ψαριού που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες, στον Εύξεινο Πόντο, στη Μεσόγειο και στον βόρειο Ατλαντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκόμβρος* «είδος ψαριού» μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκομβρίον, με κώφωση τού -ο- σε -ου-, κατ' επίδραση τού προηγούμενου συμφώνου, πρβλ. σκολαρίκιον: σκουλαρίκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκουμπρί — το είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκομβρίδες — (Scombridae). Οικογένεια ακανθοπτέρων ψαριών, που περιλαμβάνει περίπου 160 είδη. Το σώμα τους ποικίλλει στα διάφορα γένη, αλλά συνήθως είναι μακρουλό και πιεσμένο στις πλευρές, γυμνό ή με πολύ μικρά λέπια. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, η στοματική… …   Dictionary of Greek

  • σκομβρίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τ.) μικρός σκόμβρος, μικρό σκουμπρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί» + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • σκόμβρος — ο, ΝΑ λόγια ονομασία τού ψαριού σκουμπρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. scomber), ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται το υποκορ. σκουμπρί*] …   Dictionary of Greek

  • σαυρίδι — Λέγεται και σαφρίδι. Ψάρι της οικογένειας των Καρανγκιδών, της υπόταξης των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι τράχουρος ο γνήσιος. Το μήκος του σ. φτάνει τα 25 40 εκ. Μοιάζει με το σκουμπρί, αλλά δεν έχει,… …   Dictionary of Greek

  • σκομβρέσοξ — ο, Ν ζωολ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. sombresox < λατ. somber, bri (< σκόμβρος, / σκουμπρί) + esox «ψάρι τού γλυκού νερού»] …   Dictionary of Greek

  • σκομβρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. γογγύζω 2. (σχετικά με ένα είδος ασελγούς παιχνιδιού) χτυπώ κάποιον με τα χέρια ή με τα πόδια στους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί». Η σημ. τού ρ. «χτυπώ κάποιον στους γλουτούς» οφείλεται κατά μία άποψη στα… …   Dictionary of Greek

  • σκομπρί(ο)ν — τὸ, Μ βλ. σκουμπρί …   Dictionary of Greek

  • τσίρος — και τζίρος, ο, ΝΜ, και τζῆρος και τζύρος Μ αποξηραμένο αρσενικό και άπαχο σκουμπρί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος άνθρωπος («έγινε τσίρος από την πείνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κηρίς «είδος ψαριού» με τσιτακισμό. Κατ άλλους …   Dictionary of Greek

  • τόν(ν)ος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών μεγάλης εμπορικής αξίας εδώδιμων θαλάσσιων ψαριών τού γένους θύννος, πολύ συγγενικών με την παλαμίδα και το σκουμπρί, που συγκροτούν την οικογένεια θυννίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. tonno < θύννος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”